- υδροσάπφειρος
- ο, Ν(ορυκτ.) ποικιλία τού κορδιερίτη, πολύτιμος λίθος που απαντά στην Κεϋλάνη υπό μορφή κροκαλών.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + σάπφειρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Αν. Κορδέλλα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.